- σκολόπεντρα
- ησαρανταποδαρούσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek
σκολόπενδρα — (scolopendra). Αρθρόποδο της τάξης των σκολοπενδρομόρφων, γνωστό και με το όνομα σαρανταποδαρούσα. Η σ. αυτή είναι προικισμένη με 4 μάτια στα πλευρά και με 21 ζευγάρια κινητών ποδιών, που αντιστοιχούν σε ισάριθμα τμήματα του κορμού. Έχει συνολικό … Dictionary of Greek
όχεντρα — Μικρό νησί στις ακτές της Μικράς Ασίας. Μαζί με το γειτονικό νησί Βόλος τα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες «Ξεναγόρου νήσους». Με την ίδια ονομασία υπάρχει μεγάλη ύφαλος κοντά στη Νάξο, που θεωρείται πολύ επικίνδυνη για τα πλοία των οποίων το πλήρωμα … Dictionary of Greek
σαρανταποδαρούσα — η είδος σκουληκιού με σαράντα πόδια, σκολόπεντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλίδα — η μεγεθυντικό του ψαλίδι 1. μεγάλο ψαλίδι: Κουρεύει τα πρόβατα με ψαλίδα. 2. ασθένεια των τριχών της κεφαλής. 3. (ζωολ.), σκολόπεντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)